τεμάχισμα

τεμάχισμα
το, -ατος
τεμαχισμός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεμάχισμα — το, Ν [τεμαχίζω] τεμαχισμός …   Dictionary of Greek

  • κρεούργηση — η 1. τεμάχισμα τού κρέατος 2. ανηλεής σφαγή ανθρώπων, μακελειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κρεούργησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”